förstöra, växlaχαλώ |
sedelτο χαρτονόμισμα |
småpengar, växelpengarτα ψιλά |
liten pojkeτο αγοράκι |
lillebrorο αδελφούλης |
Αthenη Αθήνα |
ackusativη αιτιατική |
stigning, backeο ανήφορος |
objekt, föremålτο αντικείμενο |
genljudο αντίλαλος |
svarη απάντηση |
öraτο αυτί |
veckaη βδομάδα |
kvällτο βράδυ |
liten källaη βρυσούλα |
allmänt, i allmänhetγενικά |
genitivη γενική |
genus, släkt, ättτο γένος |
liten (snäll) gubbeο γεροντάκος |