typ, prägelο τύπος |
subjektτο υποκείμενο |
diminutivτο υποκοριστικό |
sedan, därefterύστερα |
blad, lövτο φύλλο |
känneteckenτο χαρακτηριστικό |
handτο χέρι |
i gårχθές |
bruk, användningη χρήση |
färgτο χρώμα |
Εnglandη Αγγλία |
i kvällαπόψε |
räkneordτο αριθμητικό |
komisk, lustig, skrattretandeHint: (m.) 2 möjl. αστείος κωμικός Info: αστείος,-α,-ο <-> κωμικός,-ή,-ό |
i morgonαύριο |
idrottsplatsτο γήπεδο |
därförγι'αυτό |
måndagη Δευτέρα |
på en måndagδευτεριάτικα |
semester, ferierοι διακοπές |
lägenhetτο διαμέρισμα |
arbeteη δουλειά |