midnattτα μεσάνυχτα |
lunchτο μεσημεριανό |
lunch-, middags-, mitt påHint: (m.) μεσημεριανός μεσημεριάτικος Info: μεσημεριανός,-ή,-ό el. μεσημεριάτικος,-η,-ο |
nyhetτο νέο |
vattenτο νερό |
nattη νύχτα |
gryningτο ξημέρωμα το χάραμα |
halvnioοκτώμισι |
väntaπεριμένω |
bakom, tillbakaπίσω |
platta, skivaη πλάκα |
frukostτο πρωινό |
stanna, stoppaσταματώ |
bläckpennaτο στυλό |
snartσύντομα |
(av)slutaτελειώνω |
kvartτο τέταρτο |