vänster

Hint: (m.)

αριστερός

Info: αριστερός,-ή,-ό

tillräcklig, åtskillig

Hint: (m.)

αρκετός

Info: αρκετός,-ή,-ό

sjukdom

η αρρώστια

sjuk, patient

ο άρρωστος

sjuk,patient-

Hint: (m.)

ασθενής

Info: ασθενής,-ής,-ές

fotknöl

ο αστράγαλος

grad

ο βαθμός

hosta

Hint: (s.)

ο βήχας

hjälp

η βοήθεια

bröllop

ο γάμος

underben, vad

η γάμπα

gammal

Hint: (m.) 2 möjl.

γέρος παλιός

Info: γέρος,γριά,γέρικο <-> παλιός,-ιά,-ό

knä

το γόνατο

slips

η γραβάτα

influensa

η γρίπη

finger

το δάχτυλο

utflykt

η εκδρομή

besvär, störning

η ενόχληση

tarm

το έντερο

undersöka

εξετάζω

Info: εξετάζω,-ομαι

jubileum

η επέτειος

tavla, målning

ο ζωγραφικός πίνακας

termometer

το θερμόμετρο

vaktmästare

ο θυρωρός

läkarmottagning

το ιατρείο

normal, regelmässig, reguljär

Hint: (m.)

κανονικός

Info: κανονικός,-ή,-ό

kardiogram

το καρδιογράφημα

hjärtspecialist

ο καρδιολόγος

svälja

καταπίνω

Info: καταπίνω,-ομαι

sedan, därefter (κ...)

κατόπι κατόπιν