jordbrukare

ο γεωργός

son

ο γιός

knarrig, vresig (γ...)

Hint: (m.)

γκρινιάρης

Info: γκρινιάρης,-α,-ικο

milt, behagligt

γλυκά

föräldrar

οι γονιοί

gris

το γουρούνι

lån

τα δανεικά

skog

το δάσος

skogbevuxen

Hint: (m.)

δασώδης

Info: δασώδης,-ης,-ες

skapa

δημιουργώ

Info: δημιουργώ,-ούμαι

motivering, rättfärdigande

η δικαιολογία

motivera, rättfärdiga

δικαιολογώ

Info: δικαιολογώ,-ούμαι

tand

το δόντι

sjuttioåring

ο εβδομηντάρης

mark, terräng

το έδαφος

frihet

η ελευθερία

förtroende

η εμπιστοσύνη

undanta

εξαιρώ

Info: εξαιρώ,-ούμαι

utgång (το ...)

το έξοδο

landsbygd

η εξοχή

skadlig

Hint: (m.) 2 möjl.

επιβλαβής βλαβερός

Info: επιβλαβής,-ής,-ές <-> βλαβερός,-ή,-ό

flitig

Hint: (m.)

επιμελής

Info: επιμελής,-ής,-ές

verkstad

το εργοστάσιο

lätt

Hint: (adv.)

εύκολα

svartsjuk, avundsjuk

Hint: (m.)

ζηλιάρης

Info: ζηλιάρης,-α,-ικο

söka, begära

ζητώ

Info: ζητώ,-ιέμαι(-ούμαι)

djur

το ζώο

tam, from

Hint: (m.)

ήμερος

Info: ήμερος,-η,-ο