jordbrukareο γεωργός |
sonο γιός |
milt, behagligtγλυκά |
föräldrarοι γονιοί |
grisτο γουρούνι |
lånτα δανεικά |
skogτο δάσος |
motivering, rättfärdigandeη δικαιολογία |
vara törstig, törstaδιψώ |
tandτο δόντι |
sjuttioåringο εβδομηντάρης |
mark, terrängτο έδαφος |
frihetη ελευθερία |
förtroendeη εμπιστοσύνη |
utgång (το ...)το έξοδο |
landsbygdη εξοχή |
verkstadτο εργοστάσιο |
djurτο ζώο |