ledsam, oangenäm

Hint: (m.)

δυσάρεστος

Info: δυσάρεστος,-η,-ο

modus

η έγκλιση

Schweiz

η Ελβετία

kontrollera

ελέγχω

Info: ελέγχω,-ομαι

hindra

εμποδίζω

Info: εμποδίζω,-ομαι

fram(åt)

εμπρός

injektion, spruta

η ένεση

möbel

το έπιπλο

möblera

επιπλώνω

Info: επιπλώνω,-ομαι

tillåta

επιτρέπω

Info: επιτρέπω,-ομαι

tillfälle

η ευκαιρία

rymlig

Hint: (m.)

ευρύχωρος

Info: ευρύχωρος,-η,-ο

lycklig

ευτυχισμένος

Info: ευτυχισμένος,-η,-ο

bön

η ευχή

teckna

ζωγραφίζω

Info: ζωγραφίζω,-ομαι

elektriker

ο ηλεκτρολόγος

underbar

Hint: (m.)

θαυμάσιος

Info: θαυμάσιος,-α,-ο

kanske

ίσως

(inte) alls

καθόλου

röka

καπνίζω

Info: καπνίζω,-ομαι

rökning

το κάπνισμα

begravning

η κηδεία

stängd

Hint: (m.)

κλειστός

Info: κλειστός,-ή,-ό

bit, stycke

το κομμάτι

nattduksbord, kommod

το κομοδίνο

kök

η κουζίνα

sovrum

Hint: 2 möjl.

η κρεβατοκάμαρα το υπνοδωμάτιο

m.m., o.s.v.

κτλ.

lampa

η λάμπα

bad(rum) (λ...)

το λουτρό