handla, göra inköp

ψωνίζω

Info: ψωνίζω,-ομαι

nyttig (ω..)

Hint: (m.) 2 möjl.

ωφέλιμος χρήσιμος

Info: ωφέλιμος,-η,-ο χρήσιμος,-η,-ο

bagage

οι αποσκευές

negativ

Hint: (m.)

αρνητικός

Info: αρνητικός,-ή,-ό

hiss

το ασανσέρ

visst, säkert

Hint: 2 möjl. (adverb)

ασφαλώς βέβαια

pass

το διαβατήριο

o.k.

εντάξει

våning en halv trappa upp

ο ημιώροφος

stilla, lugn

Hint: (m.)

ήσυχος

Info: ήσυχος,-η,-ο

bejakande

η κατάφαση

nyckel

το κλειδί

fungera

λειτουργώ

med en säng

Hint: (m.)

μονόκλινος

Info: μονόκλινος,-η,-ο

bar

Hint: (s.)

το μπάρ

betydelse

Hint: 2 möjl.

το νόημα η σημασία

dusch

το ντούς

hotell

το ξενοδοχείο

tidskrift

το περιοδικό

imperativ

η προστακτική

föredra

προτιμώ

Info: προτιμώ,-ούμαι

trappa, stege

η σκάλα

identitet(skort), legitimation

η ταυτότητα

telegram

το τηλεγράφημα

tjänsteman

ο υπάλληλος

glädja sig

χαίρω

Info: χαίρω,-ομαι

flygare

ο αεροπόρος

ända, kant

η άκρη

salt

Hint: (m.)

αλμυρός

Info: αλμυρός,-ή,-ό

osaltad

Hint: (m.)

ανάλατος

Info: ανάλατος,-η,-ο