soluppgång, österη ανατολή |
österανατολικά |
bagare (α...)ο αρτοποιός ο φούρναρης ο ψωμάς |
bageriτο αρτοποιείο |
djup, fond, slutτο βάθος |
(rodd)båtη βάρκα |
roddareο βαρκάρης |
norrβόρεια |
mjölkaffärτο γαλακτοπωλείο το γαλατάδικο |
mjölkförsäljareο γαλακτοπώλης ο γαλατάς |
granne (manlig)ο γείτονας |
granne (kvinnlig)η γειτόνισσα |
liten (snäll) gubbeτο γεροντάκι |
miljardτο δισεκατομμύριο |
väster, västδυτικά |
uppriktighetη ειλικρίνεια |
miljonτο εκατομμύριο |