ben

το κόκαλο

dum, omdömeslös

Hint: (m.)

κουτός

Info: κουτός,-ή,-ό

ledset, sorgset

λυπημένα

titt, blick

η ματιά

ge sig iväg

ξεκινώ

hel

Hint: (m.)

ολόκληρος

Info: ολόκληρος,-η,-ο

besvära, skada, reta, spela någon roll

πειράζει

Info: πειράζει,-ουν

uppskov, anstånd, frist

η προθεσμία

insupa, suga upp

ρουφώ

Info: ρουφώ,-ιέμαι

viktig

Hint: (σ..,2 ord) (m.)

σημαντικός σπουδαίος

Info: σημαντικός,-ή,-ό σπουδαίος,-α,-ο

vindruva

το σταφύλι

besvära, bedröva

στενοχωρώ

Info: στενοχωρώ,-ιέμαι

koncentrerad

Hint: (m.)

συγκεντρωμένος

Info: συγκεντρωμένος,-η,-ο

konsert

η συναυλία

ordna

τακτοποιώ

Info: τακτοποιώ,-ούμαι

statsstämpel

το χαρτόσημο

oregelbunden, onormal

Hint: (m.)

ανώμαλος

Info: ανώμαλος,-η,-ο

arkitekt

ο αρχιτέκτονας

ful, otäck, tråkig

Hint: (m.)

άσχημος

Info: άσχημος,-η,-ο

tyska (språket)

τα γερμανικά

lantbruksingenjör

ο γεωπόνος

jägmästare

ο δασολόγος

allmän, offentlig

Hint: (m.)

δημόσιος

Info: δημόσιος,-α,-ο

dekoratris

η διακοσμήτρια

dekoratör

ο διακοσμητής

(ut)välja

διαλέγω

Info: διαλέγω,-ομαι

skilja sig

διαφέρω

domare

ο δικαστής