benτο κόκαλο |
upphöra, utgåλήγω |
ledset, sorgsetλυπημένα |
titt, blickη ματιά |
ge sig ivägξεκινώ |
uppskov, anstånd, fristη προθεσμία |
vindruvaτο σταφύλι |
konsertη συναυλία |
charm, tjusning, nåd, ynnestη χάρη |
statsstämpelτο χαρτόσημο |
arkitektο αρχιτέκτονας |
tyska (språket)τα γερμανικά |
lantbruksingenjörο γεωπόνος |
jägmästareο δασολόγος |
dekoratrisη διακοσμήτρια |
dekoratörο διακοσμητής |
skilja sigδιαφέρω |
domareο δικαστής |