överensstämma, ha samma uppfattning

συμφωνώ

Info: συμφωνώ, -ούμαι

till överdrift

υπερβολικά

överdriven

Hint: (m.)

υπερβολικός

Info: υπερβολικός, -ή, -ό

superlativ

Hint: (m.)

υπερθετικός

Info: υπερθετικός, -ή, -ό

kommatecknet i ordet ό,τι

η υποδιαστολή

naturligt(vis)

φυσικά

fysiker

ο φυσικός

kemiker

ο χημικός

ko

η αγελάδα

S:ta (fem.förled-)

η Αγια- η Αγια

nyss uppvaknad

Hint: (m.)

αγουροξυπνημένος

Info: αγουροξυπνημένος, -η, -ο

S:t

ο Αι ο Αι-

bekvämt

άνετα

sjuk

Hint: (m.)

άρρωστος

Info: άρρωστος, -η, -ο

djupt

βαθιά

tungt

βαριά

steg

το βήμα

tvinga, påskynda

βιάζω

Info: βιάζω, -ομαι

i (all) hast

βιαστικά

biologi

η βιολογία

pris, belöning

το βραβείο

fylla

γεμίζω

Info: γεμίζω, -ομαι

Tyskland

η Γερμανία

mormor, farmor

η γιαγιά

grammatik

η γραμματική

skrivande, skrivning

το γράψιμο

alldeles, fullkomligt

εντελώς

bindestreck

το ενωτικό

undersökning, förhör

η εξέταση

eftersom

Hint: 2 möjl.

επειδή μιά καί