billigtφτηνά |
behövaχρειάζομαι |
åtskilt, avskiltχωριστά |
fiskareο ψαράς |
salη αίθουσα |
värdeη αξία |
ambulansτο ασθενοφόρο |
bensinη βενζίνη |
avgrundο γκρεμός |
hörn(a), vråη γωνιά |
episod, uppträdeτο επεισόδιο |
(sjukhus)salο θάλαμος |
lotteriτο λαχείο |
mekanisktμηχανικά |
perfekt (gram.)ο παρακείμενος |
bergssluttningη πλαγιά |
kiosk, bensinmackτο πρατήριο |
nyligen, nyss, sistπρόσφατα |
veckoslut, weekendτο Σαββατοκύριακο |