team, arbetslag, verkstad

το συνεργείο

rädda

Hint: (v.)

σώζω

Info: σώζω, -ομαι

avslutad, perfektiv

Hint: (m.)

τετελεσμένος

Info: τετελεσμένος, -η, -ο

telegrafist (manlig)

ο τηλεγραφητής

telegrafist (kvinnlig)

η τηλεγραφήτρια

telekommunikation

η τηλεπικοινωνία

telefonsamtal

το τηλεφώνημα

telefonist (manlig)

ο τηλεφωνητής

telefonist (kvinnlig)

η τηλεφωνήτρια

telefon-, tele-

Hint: (m.)

τηλεφωνικός

Info: τηλεφωνικός, -ή, -ό

ratt, roder, styre

το τιμόνι

sjukbärare

ο τραυματιοφορέας

händelsevis

τυχαία

pluskvamperfekt

ο υπερσυντέλικος

beräkning

ο υπολογισμός

bår

το φορείο

skuld

το χρέος

guld

ο χρυσός

tills

ώσπου

helga, göra (bli) helig, viga (med vatten)

αγιάζω

Info: αγιάζω, -ομαι

helig

Hint: (m.)

άγιος

Info: άγιος, -α, -ο

orörlig, fast

Hint: (m.)

ακίνητος

Info: ακίνητος, -η, -ο

uppståndelse

η ανάσταση

på själva dagen (av)

ανήμερα

blomstra

ανθίζω

befrielse-

Hint: (m.)

απελευθερωτικός

Info: απελευθερωτικός, -ή, -ό

göra besviken

απογοητεύω

Info: απογοητεύω, απογοήτεψα

beslutsam, avgörande

Hint: (m.)

αποφασιστικός

Info: αποφασιστικός, -ή, -ό

lamm

το αρνί

anförare, ledare

ο αρχηγός