team, arbetslag, verkstadτο συνεργείο |
telegrafist (manlig)ο τηλεγραφητής |
telegrafist (kvinnlig)η τηλεγραφήτρια |
telekommunikationη τηλεπικοινωνία |
telefonsamtalτο τηλεφώνημα |
telefonist (manlig)ο τηλεφωνητής |
telefonist (kvinnlig)η τηλεφωνήτρια |
ratt, roder, styreτο τιμόνι |
sjukbärareο τραυματιοφορέας |
händelsevisτυχαία |
pluskvamperfektο υπερσυντέλικος |
beräkningο υπολογισμός |
bårτο φορείο |
skuldτο χρέος |
guldο χρυσός |
tillsώσπου |
uppståndelseη ανάσταση |
på själva dagen (av)ανήμερα |
blomstraανθίζω |
lammτο αρνί |
anförare, ledareο αρχηγός |