omänsklig

Hint: (m.)

απάνθρωπος

Info: απάνθρωπος, -η, -ο

orörlig, stirrande (om blick)

Hint: (m.)

απλανής

Info: απλανής, -ής, -ές

försvarstal

η απολογία

beslut

η απόφαση

månne

άραγε

polis

Hint: 2 möjl.

ο αστυνομικός ο αστυφύλακας

blick

το βλέμμα

konstatera

διαπιστώνω

Info: διαπιστώνω, -ομαι

rättegångs-

Hint: (m.)

δικάσιμος

Info: δικάσιμος, -η, -ο

domstol

το δικαστήριο

rättslig, rättegångs-, domstols-

Hint: (m.)

δικαστικός

Info: δικαστικός, -ή, -ό

rättegång

η δίκη

rymma, fly

δραπετεύω

brott

το έγκλημα

den anklagades bänk

το εδώλιο

åklagare

Hint: 2 möjl.

ο εισαγγελέας ο κατήγορος

jurymedlem

ο ένορκος

skyldig

Hint: (m.)

ένοχος

Info: ένοχος, -η, -ο

mild, skonsam

Hint: (m.)

επιεικής

Info: επιεικής, -ής, -ές

särskild, egen

Hint: (m.)

ιδιαίτερος

Info: ιδιαίτερος, -η, -ο

livstids-

Hint: (m.)

ισόβιος

Info: ισόβιος, -η, -ο

sittplats

το κάθισμα

döma, fördöma

καταδικάζω κρίνω

Info: καταδικάζω, -ομαι <-> κρίνω,-ομαι

anklagelse

η κατηγορία

åklagare

Hint: 2 möjl.

ο κατήγορος ο εισαγγελέας

anklagad

Hint: (subst?)

ο κατηγορούμενος

döma, bedöma

κρίνω καταδικάζω

Info: κρίνω, -ομαι <-> καταδικάζω,-ομαι

som om

λες και

näsduk

το μαντίλι