raka

ξυρίζω

Info: ξυρίζω, -ομαι

kalla

Hint: (v.)

ονομάζω

Info: ονομάζω, -ομαι

bestämd

Hint: (m.) 2 möjl.

οριστικός ορισμένος

Info: οριστικός, -ή, -ό ορισμένος,-η,-ο

passiv; patetisk

Hint: (m.)

παθητικός

Info: παθητικός, -ή, -ό

förr, fordom

παλιά

hav

το πέλαγος η θάλασσα

enorm, jättestor

Hint: (m.)

πελώριος

Info: πελώριος, -α, -ο

pilot

ο πιλότος

mycket sysselsatt, upptagen

Hint: (m.)

πολυάσχολος

Info: πολυάσχολος, -η, -ο

landning

η προσγείωση

månen

η Σελήνη

lyfta

σηκώνω

Info: σηκώνω, -ομαι

järn-, av järn

Hint: (m.)

σιδερένιος

Info: σιδερένιος, -α, -ο

järnvägs-

Hint: (m.)

σιδηροδρομικός

Info: σιδηροδρομικός, -ή, -ό

fartyg, skepp

το σκάφος

korn, gryn, böna

το σπυρί

trafik, kommunikation

η συγκοινωνία

snälltåg

η ταχεία

snabb

Hint: (m.) 2 möjl.

ταχύς γρήγορος

Info: ταχύς, -εία, -ύ <-> γρήγορος,-η,-ο

tull

το τελωνείο

modig, djärv

Hint: (m.)

πολμηρός

Info: πολμηρός, -ή, -ό

skaka

τραντάζω

Info: τραντάζω, -ομαι

snabbtåg

η υπερταχεία

oceanångare

το υπερωκεάνιο

färja

το φέρι-μπότ

blåsande, blåst

το φύσημα

karaktär

ο χαρακτήρας

kamma

χτενίζω

Info: χτενίζω, -ομαι

som inte åldras

Hint: (m.)

αγέραστος

Info: αγέραστος, -η, -ο

okänd

Hint: (m.)

άγνωστος

Info: άγνωστος, -η, -ο