magra, försvaga

αδυνατίζω

uppskjuta, inställa

αναβάλλω

Info: αναβάλλω, -ομαι

tvinga, förmå

αναγκάζω

Info: αναγκάζω, -ομαι

östlig, öst-

Hint: (m.)

ανατολικός

Info: ανατολικός, -ή, -ό

befria

απελευθερώνω

Info: απελευθερώνω, -ομαι

utvidga sig, bre ut (sig), sträcka sig

απλώνω

Info: απλώνω, -ομαι

antik, gammal

Hint: (m.)

αρχαίος

Info: αρχαίος, -α, -ο

Αsien

η Ασία

öka

αυξάνω

Info: αυξάνω, -ομαι

imperium, kejsardöme

η αυτοκρατορία

kung

ο βασιλιάς

nordisk, nord-

Hint: (m.)

βόρειος

Info: βόρειος, -α, -ο

bysantinsk

Hint: (m.)

βυζαντινός

Info: βυζαντινός, -ή, -ό

ålderdom

τα γεράματα η γερατειά

åldrad, gammal

Hint: (m.)

γερασμένος

Info: γερασμένος, -η, -ο

fort

Hint: 2 möjl.

γοργά γρήγορα

papperslapp, blankett

το δελτίο

förgifta

δηλητηριάζω

Info: δηλητηριάζω, -ομαι

tillkännage, deklarera, anmäla

δηλώνω

Info: δηλώνω, -ομαι

utnämna, förordna, anställa

διορίζω

Info: διορίζω, -ομαι

svalka

Hint: (v.)

δροσίζω

Info: δροσίζω, -ομαι

olycka

Hint: 2 möjl.

η δυστυχία το δυστύχημα

kommersiell, handels-

Hint: (m.)

εμπορικός

Info: εμπορικός, -ή, -ό

(för)ena

ενώνω

Info: ενώνω, -ομαι

göra beroende

εξαρτώ

Info: εξαρτώ,(-ώμαι), -ιέμαι

intelligens

η εξυπνάδα

besöka

επισκέπτομαι

ödelägga, (för)härja

ερημώνω

Info: ερημώνω, -ομαι