fientlig

Hint: (m.)

εχθρικός

Info: εχθρικός, -ή, -ό

skada, förlust

η ζημιά

hurra

Hint: (v.)

ζητωκραυγάζω

skatt

ο θησαυρός

religion

η θρησκεία

odlad, bildad

Hint: (m.)

καλλιεργημένος

Info: καλλιεργημένος, -η, -ο

konstnärlig, konst-

Hint: (m.)

καλλιτεχνικός

Info: καλλιτεχνικός, -ή, -ό

galoppera

καλπάζω

stadga, förordning, bestämmelse

ο κανονισμός

fästning, borg

το κάστρο

erövrare

ο κατακτητής

erövra

κατακτώ

Info: κατακτώ, -ιέμαι

förstöra, riva ned

καταστρέφω

Info: καταστρέφω, -ομαι

fläck

η κηλίδα

allmän, gemensam

Hint: (m.)

κοινός

Info: κοινός, -ή, -ό

trötta ut (sig)

κουράζω

Info: κουράζω, -ομαι

stat

το κράτος

gömd

Hint: (m.)

κρυμμένος

Info: κρυμμένος, -η, -ο

herravälde

η κυριαρχία

Konstantinopel

η Κωνσταντινούπολη

(fett)fläck

ο λεκές

äng, betesmark

το λιβάδι

Makedonien

η Μακεδονία

innandöme, inre

τα μέσα

bacill, bakterie

το μικρόβιο

e.Kr.

μ.Χ.

besmitta, smutsa

μολύνω

Info: μολύνω, -ομαι

ungdom(stid)

τα νιάτα η νιότη

seger

η νίκη

besegrad

Hint: (m.)

νικημένος

Info: νικημένος, -η, -ο