segrare

ο νικητής

segrarinna

η νικήτρια

sömnighet

η νύστα

glömd

Hint: (m.)

ξεχασμένος

Info: ξεχασμένος, -η, -ο

organisera

οργανώνω

Info: οργανώνω, -ομαι

lida, utstå

παθαίνω

inskränka, minska

περιορίζω

Info: περιορίζω, -ομαι

omsorg, vård

η περιποίηση

sår

η πληγή

sårad

Hint: (m.)

πληγωμένος

Info: πληγωμένος, -η, -ο

såra, kränka

πληγώνω

Info: πληγώνω, -ομαι

massa, mängd

το πλήθος

befolkning

ο πληθυσμός

andlig

Hint: (m.)

πνευματικός

Info: πνευματικός, -ή, -ό

drunknad

Hint: (m.)

πνιγμένος

Info: πνιγμένος, -η, -ο

agent (gram.)

το ποιητικό αίτιο

belägra

πολιορκώ

Info: πολιορκώ, -ούμαι

skyddshelgon (för en stad)

ο πολιούχος

bergets fot

οι πρόποδες

omkörning

το προπέρασμα

passera, köra om; överträffa

προσπερνώ

Info: προσπερνώ, -ιέμαι

skydda

προστατεύω

Info: προστατεύω, -ομαι

f.Kr.

π.Χ.

romare

ο Ρωμαίος

säck

ο σάκος

tecken

το σημάδι

täcka

σκεπάζω

Info: σκεπάζω, -ομαι

korsad, korslagd

σταυρωμένος

Info: σταυρωμένος, -η, -ο

ledsen

στενοχωρεμένος

Info: στενοχωρεμένος, -η, -ο