här, armé

ο στρατός

kula, klot, boll

η σφαίρα

stämpla

σφραγίζω

Info: σφραγίζω, -ομαι

mur

το τείχος

turk

ο Τούρκος

såra, skada

Hint: (v.)

τραυματίζω

Info: τραυματίζω, -ομαι

löpning

το τρέξιμο

skrämd, förskräckt

Hint: (m.)

τρομαγμένος

Info: τρομαγμένος, -η, -ο

slump, öde

η τύχη

minister

ο υπουργός

tvinga, sätta i skuld, förpliktiga, nödga

υποχρεώνω

Info: υποχρεώνω, -ομαι

omsorg, vård, bestyr

η φροντίδα

lysa, belysa

φωτίζω

Info: φωτίζω, -ομαι

snö

το χιόνι

byggd

Hint: (m.)

χτισμένος

Info: χτισμένος, -η, -ο

illamående, opasslig

Hint: (m.)

αδιάθετος

Info: αδιάθετος, -η, -ο

blanda (med. lägga sig i)

ανακατεύω

Info: ανακατεύω, -ομαι

sammanfattning, rekapitulation

η ανακεφαλαίωση

lätt(sam)

Hint: (m.)

ανάλαφρος

Info: ανάλαφρος, -η, -ο

obeslutsam

Hint: (m.)

αναποφάσιστος

Info: αναποφάσιστος, -η, -ο

eka

Hint: (v.)

αντηχώ

lyfta (om flygplan)

απογειώνω

Info: απογειώνω, -ομαι

besluta

αποφασίζω

Info: αποφασίζω, αποφάσισα

oordning, oreda

η αταξία

oändlig

Hint: (m.)

ατέλειωτος

Info: ατέλειωτος, -η, -ο

vikt

το βάρος

brådska

η βιασύνη

borsta

βουρτσίζω

Info: βουρτσίζω, -ομαι

klä av

γδύνω

Info: γδύνω, -ομαι