gymnastisera, träna

γυμνάζω

Info: γυμνάζω, -ομαι

ta emot, acceptera

δέχομαι

direktör

ο διευθυντής

aktion, handling, akt, energi

η ενέργεια

framgång, lyckad aktion

η επιτυχία

mod

το θάρρος

särskilt

ιδιαιτέρως

bottenvåning

το ισόγειο

segling

η ιστιοπλοία

slå upp tält, slå sig ned

κατασκηνώνω

koloni, tältplats,campingläger

η κατασκήνωση

tältare, campare (manlig)

ο κατασκηνωτής

tältare, campare (kvinnlig)

η κατασκηνώτρια

gömställe, skyddsrum

το καταφύγιο

gå, stiga ned

κατεβαίνω

på gott humör

Hint: (m.)

κεφάτος

Info: κεφάτος, -η, -ο

gren, kvist

το κλαδί

simning

το κολύμπι

spets, topp

η κορυφή

docka

η κούκλα

smutsig, lerig

Hint: (m.)

λασπωμένος

Info: λασπωμένος, -η, -ο

kock-

Hint: (m.)

μαγειρικός

Info: μαγειρικός, -ή, -ό

samla, plocka

μαζεύω

Info: μαζεύω, -ομαι

strid

η μάχη

boll

η μπάλα

trassla till, förvilla

μπερδεύω

Info: μπερδεύω, -ομαι

framme, framåt

μπρός

sträcka ut sig, breda ut sig, lägga sig

ξαπλώνω

Info: ξαπλώνω, -ομαι

vila (sig)

ξεκουράζω

Info: ξεκουράζω, -ομαι

täcka av

ξεσκεπάζω

Info: ξεσκεπάζω, -ομαι