ta emot, accepteraδέχομαι |
direktörο διευθυντής |
aktion, handling, akt, energiη ενέργεια |
framgång, lyckad aktionη επιτυχία |
modτο θάρρος |
särskiltιδιαιτέρως |
bottenvåningτο ισόγειο |
seglingη ιστιοπλοία |
slå upp tält, slå sig nedκατασκηνώνω |
koloni, tältplats,campinglägerη κατασκήνωση |
tältare, campare (manlig)ο κατασκηνωτής |
tältare, campare (kvinnlig)η κατασκηνώτρια |
gömställe, skyddsrumτο καταφύγιο |
gå, stiga nedκατεβαίνω |
gren, kvistτο κλαδί |
simningτο κολύμπι |
spets, toppη κορυφή |
dockaη κούκλα |
stridη μάχη |
bollη μπάλα |
framme, framåtμπρός |