Olympenο 'Ολυμπος |
upphöjningτο πατάρι |
gång, marschη πορεία |
(rygg)säckτο σακίδιο |
tvålτο σαπούνι |
klättraσκαρφαλώνω |
redskapτο σκεύος |
tält; scenη σκηνή |
skidaτο σκί |
gatsopare, sophämtareο σκουπιδιάρης |
diskussionη συζήτηση |
mat, livsmedelτο τρόφιμα |
rävη αλεπού |
skämt, vitsτο αστείο |
karikatyrη γελοιογραφία |
maskinskriverska(-are)ο δαχτυλογράφος η δαχτυλογράφος |
tremaτα διαλυτικά |
diftongο δίφθογγος |