(åskådar)logeτο θεωρείο |
grupp, ensembleο θίασος |
ram, tavlaτο κάδρο |
spegelο καθρέφτης |
försening, dröjsmålη καθυστέρηση |
majsτο καλαμπόκι |
förbättra (sig)καλυτερεύω |
Cannesοι Κάννες |
allmänhet, publikτο κοινό |
damfrisörskaη κομμώτρια |
kronaη κορόνα |
kritikerο κριτικός |
komediη κωμωδία |
hamnτο λιμάνι |
Londonτο Λονδίνο |
musikerο μουσικός |
skämmasντρέπομαι |
vara sömnigνυστάζω |