tjänst, befattningη υπηρεσία |
sufflörο υποβολέας |
källareτο υπόγειο |
ämne, tema, hypotesη υπόθεση |
dricksτο φιλοδώρημα |
balettτο χορόδραμα |
andasαναπνέω |
läskedryckτο αναψυκτικό |
vara bortaαπέχω |
dra sig tillbakaαποτραβιέμαι |
frånvaroη απουσία |
försenas, vara försenadαργοπορώ |
syssla (sysselsätta sig) medασχολούμαι |
inte ha lust att göra något, ledasβαριέμαι |
nålη βελόνα |
industriη βιομηχανία |
örtτο βότανο |
ugn, ro, stillhetη γαλήνη |
gramτο γραμμάριο |