tiotal

η δεκάδα

inrätta, omarbeta

διασκευάζω

Info: διασκευάζω, -ομαι

ge rätt

δικαιώνω

Info: δικαιώνω, -ομαι

dubbel, tvåfaldig

Hint: (m.) 2 möjl.

διπλάσιος διπλός

Info: διπλάσιος, -α, -ο -> διπλός,-ή,-ό

raffinaderi

το διυλιστήριο

törstig

Hint: (m.)

διψασμένος

Info: διψασμένος, -η, -ο

olycklig

Hint: (m.)

δυστυχισμένος

Info: δυστυχισμένος, -η, -ο

dussin

η δωδεκάδα

dotterson, sonson

ο εγγονός

underrätta, meddela

ειδοποιώ

Info: ειδοποιώ, -ούμαι

tjugotal, tjog

η εικοσάδα

tjugotal

η εικοσαριά

hundratal

η εκατοντάδα

hundradel, centimeter

το εκατοστό

tappa, buteljera

εμφιαλώνω

Info: εμφιαλώνω, -ομαι

klädsel

Hint: 2 möjl.

το ένδυμα το ντύσιμο

sextal

η εξάδα

p.g.a.

εξαιτίας

följande

εξής

lika

εξίσου

tjäna, göra en tjänst

εξυπηρετώ

Info: εξυπηρετώ, -ούμαι

insistera, stå på sig

επιμένω

reparera

επισκευάζω

Info: επισκευάζω, -ομαι

vetenskapsman

ο επιστήμονας

argument

το επιχείρημα

grumlig

Hint: (m.)

θολός

Info: θολός, -ή, -ό

ägare

ο ιδιοκτήτης