tiotalη δεκάδα |
raffinaderiτο διυλιστήριο |
befinna sig i usla förhållandenδυστυχώ |
dussinη δωδεκάδα |
dotterson, sonsonο εγγονός |
tjugotal, tjogη εικοσάδα |
tjugotalη εικοσαριά |
hundratalη εκατοντάδα |
hundradel, centimeterτο εκατοστό |
utsträckning, yta, arealη έκταση |
sextalη εξάδα |
p.g.a.εξαιτίας |
följandeεξής |
likaεξίσου |
insistera, stå på sigεπιμένω |
vetenskapsmanο επιστήμονας |
argumentτο επιχείρημα |
ägareο ιδιοκτήτης |