påstå, hävda

ισχυρίζομαι

staket

το κάγκελο

kapten

Hint: 2 möjl.

ο καπετάνιος ο καπετάν

nedläggande; vittnesmål

η κατάθεση

tillverka, fabricera

κατασκευάζω

Info: κατασκευάζω, -ομαι

beboelig

Hint: (m.)

κατοικήσιμος

Info: κατοικήσιμος, -η, -ο

bostad

η κατοικία

tegelfabrik

η κεραμοποιία

kapital, kapitel

το κεφάλαιο

trädgårdslära

η κηπουρική

röra (på)

κινώ

tråd

η κλωστή

samtal

η κουβέντα

knapp

το κουμπί

litterär

Hint: (m.)

λογοτεχνικός

Info: λογοτεχνικός, -ή, -ό

bli berusad

μεθώ

portion, ranson

η μερίδα

(för)flytta, flytta om

μετακινώ

Info: μετακινώ, -ούμαι

mätning

η μέτρηση

efterapa, göra efter

μιμούμαι

smitta, infektion

η μόλυνση

enhet

η μονάδα

monotont

μονότονα

trä

η ξυλεία

föräldralös

Hint: (m.)

ορφανός

Info: ορφανός, -ή, -ό

ungefär

Hint: 2 möjl.

πάνω κάτω περίπου

papegoja

ο παπαγάλος

överträda

παραβαίνω

Info: παραβαίνω, -ομαι

faktor

ο παράγοντας

utelämna, försumma, glömma

παραλείπω