(hem)längtan, nostalgi

η νοσταλγία

återfinna

ξαναβρίσκω

Info: ξαναβρίσκω, -ομαι

tal

η ομιλία

vidöppen

Hint: (m.)

ορθάνοιχτος

Info: ορθάνοιχτος, -η, -ο

ortografisk, rättstavnings-

Hint: (m.)

ορθογραφικός

Info: ορθογραφικός, -ή, -ό

fåtölj

η πολυθρόνα

råtta, mus

ο ποντικός

sammanträde

η συνεδρίαση

kamrat

ο σύντροφος

passa in

ταιριάζω

Info: ταιριάζω, -ομαι

monster

το τέρας

krypa undan, kila in

τρυπώνω

frukta, bli (var) rädd

φοβάμαι

Info: φοβάμαι, -ούμαι

förskräckt

Hint: (m.)

φοβισμένος

Info: φοβισμένος, -η, -ο

kallblodighet, lugn

η ψυχραιμία

känna

αισθάνομαι

...varandra

άλληλο- άλληλο

tvivla

αμφιβάλλω

tillhöra

ανήκω

öppna havet

τα ανοιχτά

äkta par

το αντρόγυνο

ofattbart, fantastiskt

αφάνταστα

förströddhet, tankspriddhet

η αφηρημάδα

tankspridd

Hint: (m.)

αφηρημένος

Info: αφηρημένος, -η, -ο

fukta, blöta, vattna

βρέχω

Info: βρέχω, -ομαι

slå, ge stryk

δέρνω

Info: δέρνω, -ομαι

göra nervös, göra arg

εκνευρίζω

Info: εκνευρίζω,-ομαι

utmärkt

Hint: (m.)

εξαιρετικός

Info: εξαιρετικός, -ή, -ό