olja (λ...)

το λάδι

folkbokföringsmyndighet

το ληξιαρχείο

folkbokförings-, mantals-

Hint: (m.)

ληξιαρχικός

Info: ληξιαρχικός, -ή, -ό

metall

το μέταλλο

färsk, okokt

Hint: (m.)

νωπός

Info: νωπός, -ή, -ό

ekonom

ο οικονομολόγος

syra

το οξύ

nytta

το όφελος

skuld

η οφειλή

vara skyldig

οφείλω

Info: οφείλω, -ομαι

allt(et)

το παν

planet

ο πλανήτης

stickning, flätning

το πλέξιμο

krigs-, krigisk

Hint: (m.)

πολεμικός

Info: πολεμικός, -ή, -ό

politisk

Hint: (m.)

πολιτικός

Info: πολιτικός, -ή, -ό

civilisation

ο πολιτισμός

procentsats, kvot

το ποσοστό

produkt

το προϊόν

ny, nyss timad

Hint: (m.)

πρόσφατος

Info: πρόσφατος, -η, -ο

månfarkost

η σεληνάκατος

russin

η σταφίδα

samtidig, samtida

Hint: (m.)

σύγχρονος

Info: σύγχρονος, -η, -ο

händelse

το συμβάν

universum

το σύμπαν

sinnesintryck, medvetande

η συναίσθηση

relativ, vederbörande, respektive

Hint: (m.)

σχετικός

Info: σχετικός, -ή, -ό

tekniker

ο τεχνικός

område, sektor, avsnitt

ο τομέας

ansvarig

Hint: (m.)

υπεύθυνος

Info: υπεύθυνος, -η, -ο

filosof

ο φιλόσοφος