vokal

το φωνήεν

tack vare

χάρη σε

ynnest, gunst

το χατίρι

nytta, gagn

η ωφέλεια

bonde (α...)

ο αγρότης

oskyldig, oskuldsfull

Hint: (m.)

αθώος

Info: αθώος, -α, -ο

sekelgammal

Hint: (m.)

αιωνόβιος

Info: αιωνόβιος, -α, -ο

ökning, uppgång

η αύξηση

berättelse

η αφήγηση

häftig, våldsam

Hint: (m.)

βίαιος

Info: βίαιος, -η, -ο

gammal man, gubbe

ο γέρος

befallning, order

η διαταγή

vecko-

Hint: (m.)

εβδομαδιαίος

Info: εβδομαδιαίος, -α, -ο

aktiv form

η ενεργητική φωνή

förening, bolag

η εταιρία

låsa

κλειδώνω

Info: κλειδώνω, -ομαι

(att leva) ett långt liv

η μακροζωία

transportera, förflytta

μεταφέρω

Info: μεταφέρω, -ομαι

månads-, månatlig

μηνιαίος

Info: μηνιαίος, -α, -ο

värd

Hint: (s.)

ο νοικοκύρης

berg

Hint: 2 möjl.

το όρος το βουνό

passiv form

η παθητική φωνή

paket

το πακέτο

periodisk

Hint: (m.)

περιοδικός

Info: περιοδικός, -ή, -ό

tvålskum

η σαπουνάδα

råd, styrelse

το συμβούλιο

dra slutsatsen

συμπεραίνω

Info: συμπεραίνω, -ομαι

mer än långlivad

Hint: (m.)

υπεραιωνόβιος

Info: υπεραιωνόβιος, -α, -ο

tjänsteflicka, hembiträde

η υπηρέτρια

beräkna

υπολογίζω

Info: υπολογίζω, -ομαι