byboο χωρικός |
gå upp (om sol)ανατέλλω |
absolut, fullständigtαπόλυτα |
industriη βιομηχανία |
demon; geniusτο δαιμόνιο |
exploatering, brukandeη εκμετάλλευση |
handelτο εμπόριο |
plan, nivå, yta, standardτο επίπεδο |
besökaεπισκέφτομαι |
besökη επίσκεψη |
idéη ιδέα |
tobaksfabrik, tobaksindustriη καπνοβιομηχανία |
konservfabrikη κονσερβοποιία |
gödselτο λίπασμα |
ekonomisktοικονομικά |
produktionη παραγωγή |