bybo

ο χωρικός

tillkännage, utlysa

αναγγέλλω

Info: αναγγέλλω, ανάγγειλα

utveckling

Hint: 2 möjl.

η ανάπτυξη η εξέλιξη

utveckla

Hint: 2 möjl.

αναπτύσσω εξελίσσω

Info: αναπτύσσω, -ομαι <-> εξελίσσω,-ομαι

gå upp (om sol)

ανατέλλω

oberoende

Hint: (m.)

ανεξάρτητος

Info: ανεξάρτητος, -η, -ο

absolut, fullständigt

απόλυτα

grundläggande

Hint: (m.)

βασικός

Info: βασικός, -ή, -ό

industri

η βιομηχανία

livs-, levnads-

Hint: (m.)

βιοτικός

Info: βιοτικός, -ή, -ό

demon; genius

το δαιμόνιο

exploatering, brukande

η εκμετάλλευση

inspirera

εμπνέω

Info: εμπνέω, -ομαι

handel

το εμπόριο

upprepa, återupptaga

επαναλαμβάνω

Info: επαναλαμβάνω, -ομαι

lukrativ, lönsam

Hint: (m.)

επικερδής

Info: επικερδής, -ής, -ές

plan, nivå, yta, standard

το επίπεδο

besöka

επισκέφτομαι

besök

η επίσκεψη

arbets-

Hint: (m.)

εργατικός

Info: εργατικός, -ή, -ό

elektrisk

Hint: (m.)

ηλεκτρικός

Info: ηλεκτρικός, -ή, -ό

idé

η ιδέα

tobaksfabrik, tobaksindustri

η καπνοβιομηχανία

konservfabrik

η κονσερβοποιία

gödsel

το λίπασμα

sjöfarts-

Hint: (m.)

ναυτιλιακός

Info: ναυτιλιακός, -ή, -ό

ekonomiskt

οικονομικά

mineral-

Hint: (m.)

ορυκτός

Info: ορυκτός, -ή, -ό

frambringa, producera

παράγω

Info: παράγω, -ομαι

produktion

η παραγωγή